ακέντητος

ακέντητος
-η, -ο (Α ἀκέντητος, -ον) [κεντητός]
νεοελλ.
1. αυτός που δεν έχει δεχθεί κέντημα, κέντρισμα
2. όποιος δεν είναι στολισμένος με κεντήματα
«ακέντητο μαντήλι»
3. μτφ. εκείνος που δεν έχει ή δεν μπορεί να κεντηθεί, να πειραχτεί
αρχ.
1. αυτός που δεν έχει ανάγκη να τόν κεντρίσουν (Πίνδ., Ολ. 1, 33)
2. ο άθραυστος (αποδίδεται σε κρύσταλλο).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἀκέντητος — needing no spur masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακέντητος — η, ο 1. αυτός που δεν κεντήθηκε με κεντρί, ακέντριστος: Απορούσε που οι μέλισσες τον είχαν αφήσει ακέντητο. 2. αυτός που δεν είναι στολισμένος με κεντήματα: Και ακέντητο το φόρεμα ήταν ωραίο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀκέντητον — ἀκέντητος needing no spur masc/fem acc sg ἀκέντητος needing no spur neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκεντήτου — ἀκέντητος needing no spur masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκεντήτους — ἀκέντητος needing no spur masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκέντητοι — ἀκέντητος needing no spur masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ήκεστος — ἤκεστος, η, ον (Α) (για νεαρά δαμάλια που φυλάγονται για να προσφερθούν σε θυσία) αυτός που δεν κεντήθηκε με το βούκεντρο, ακέντητος, αδάμαστος («βοῡς ἐνί νηῷ ἤνις ἠκέστας ἱερευσέμεν», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. θεωρείται σύνθετη λ. με β …   Dictionary of Greek

  • αξόμπλιαστος — η, ο [ξομπλιάζω] 1. αυτός που δεν τον διακόσμησαν, ακέντητος 2. μτφ. όποιος δεν κακολογήθηκε, δεν κουτσομπολεύθηκε …   Dictionary of Greek

  • τελεοδρόμος — ο, Α αυτός που συμπληρώνει τον δρόμο, που ολοκληρώνει τη διαδρομή («ἦν γὰρ ἀκέντητος τελεοδρόμος», Ασκληπιόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τέλειος / τέλεος + δρόμος (πρβλ. εὐθυ δρόμος)] …   Dictionary of Greek

  • αξόμπλιαστος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν έχει ξόμπλια, κεντίδια, ακέντητος, αποίκιλτος: Το φόρεμα ήταν καλοραμμένο, αλλά αξόμπλιαστο. 2. ακουτσομπόλευτος, ακακολόγητος: Όταν βρίσκονταν οι δυο τους δεν άφηναν άνθρωπο αξόμπλιαστο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”